ἀναπτερῶ

ἀναπτερῶ
ἀναπτερόω
raise its feathers
pres subj act 1st sg
ἀναπτερόω
raise its feathers
pres ind act 1st sg
ἀναπτερόω
raise its feathers
pres subj act 1st sg
ἀναπτερόω
raise its feathers
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναπτερώ — ἀναπτερῶ ( όω) (Α) βλ. αναπτερώνω …   Dictionary of Greek

  • αναπτέρωση — η (Α ἀναπτέρωσις) νεοελλ. ενθάρρυνση, εμψύχωση αρχ. αναστάτωση, θορύβηση (τής ψυχής). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπτερῶ. Η λ. μαρτυρείται στον νομικό και ιστοριοδίφη Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο (1815 1881)] …   Dictionary of Greek

  • αναπτερώνω — και αναφτερώνω (Α ἀναπτερῶ, όω) δίνω κατά κάποιον τρόπο φτερά, ενθουσιάζω, ενθαρρύνω, ενισχύω αρχ. Ι. (ενεργ. (1. (για πτηνά) δίνω φτερά σε κάποιον, τόν κάνω να φτερουγίσει, να πετάξει 2. ανορθώνω, σηκώνω 3. δημιουργώ έξαρση σε κάποιον, ερεθίζω,… …   Dictionary of Greek

  • συναναπτερώ — όω, Α [ἀναπτερῶ] βοηθώ κάποιον να πετάξει ή κάνω κάποιον να πετάξει με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”